- ποριστής
- ὁ, Α [πορίζω]1. αυτός που παρέχει («φύλαξ καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)2. αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά μέσα («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», Αριστοτ.)3. αυτός που επιφέρει, που προξενεί κάτι («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», Θουκ.)4. στον πληθ. οἱ πορισταί(στην Αθήνα) επιτροπή που διοριζόταν ειδικά για εξεύρεση έκτακτων πόρων.
Dictionary of Greek. 2013.