ποριστής

ποριστής
ὁ, Α [πορίζω]
1. αυτός που παρέχει («φύλαξ καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)
2. αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά μέσα («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», Αριστοτ.)
3. αυτός που επιφέρει, που προξενεί κάτι («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», Θουκ.)
4. στον πληθ. οἱ πορισταί
(στην Αθήνα) επιτροπή που διοριζόταν ειδικά για εξεύρεση έκτακτων πόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποριστής — one who supplies masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορισταῖς — ποριστής one who supplies masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορισταί — ποριστής one who supplies masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστήν — ποριστής one who supplies masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστῶν — ποριστής one who supplies masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστά — ποριστά̱ , ποριστής one who supplies masc nom/voc/acc dual ποριστής one who supplies masc voc sg ποριστής one who supplies masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποριστάς — ποριστά̱ς , ποριστής one who supplies masc acc pl ποριστά̱ς , ποριστής one who supplies masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοποριστής — ο αυτός που αποκτά τα προς το ζην με προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + ποριστής < πορίζω «παρέχω». Η λ. στον πληθ., βιοπορισταί, οι, μαρτυρείται το 1896 από τη Σεβαστή Καλλισπέρη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”